*Γράφει η Κωνσταντίνα Οικονόμου, Διεθνολόγος, Επισκέπτρια Ερευνήτρια του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης & Διεθνών Σχέσεων του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου
Μετά την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς, στις 7 Οκτωβρίου 2023, το Κατάρ βρέθηκε εκ νέου σε θέση διαμεσολαβητή, που, τα τελευταία χρόνια, έχει αναδειχθεί σχεδόν ως θεσμικός του ρόλος. Έπειτα από διαδοχικούς γύρους διαπραγματεύσεων, οι οποίοι παρήγαγαν μόνον εύθραυστες και βραχύβιες εκεχειρίες, τον Αύγουστο του 2025, κατέστη γνωστό ότι, από κοινού με την Αίγυπτο και τις Ηνωμένες Πολιτείες, προωθούσε ένα αμερικανικής σύλληψης σχέδιο κατάπαυσης του πυρός. Στις 8 Σεπτεμβρίου, σύμφωνα με τον διεθνή Τύπο, η Ντόχα ασκούσε πιέσεις στην ηγεσία της Χαμάς να αποδεχθεί το σχέδιο. Την επομένη, το Ισραήλ εξαπέλυσε πλήγμα στην Ντόχα, πλήττοντας συγκρότημα κατοικιών που είχε ορισθεί από τις κρατικές αρχές ως χώρος φιλοξενίας διαπραγματευτών της Χαμάς και των οικογενειών τους.
Αν και το Ισραήλ επίσημα δεν επικαλέστηκε ρητώς το δικαίωμα νόμιμης άμυνας για το πλήγμα στην Ντόχα, το ενέταξε στη γενικότερη στρατιωτική του εκστρατεία μετά την 7η Οκτωβρίου, η οποία, κατά τη δική του επιχειρηματολογία, τελεί εντός της εμβέλειας του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ. Εντούτοις, μια προσεκτική εξέταση των πραγματικών γεγονότων καταδεικνύει ότι η επίθεση στο Κατάρ δεν πληροί τις προϋποθέσεις της νόμιμης άμυνας. Η ισραηλινή επιχειρηματολογία διά στόματος του πρωθυπουργού Νετανιάχου, η οποία προσδιόρισε το πλήγμα ως αντίποινα για την επίθεση που είχε δεχθεί η Ιερουσαλήμ την προηγούμενη μέρα, εκφεύγει ευθέως του νομικού πλαισίου της νόμιμης άμυνας. Η διεθνής νομολογία υιοθετεί μια αυστηρή προσέγγιση στο ζήτημα: το Διεθνές Δικαστήριο, στην υπόθεση Nicaragua v. United States (1986) και την υπόθεση Oil Platforms (2003), θέτοντας ένα υψηλό κατώφλι για την ενεργοποίηση του δικαιώματος στη νόμιμη άμυνα, έχει διευκρινίσει ότι για την επίκληση του άρθρου 51 απαιτείται πράγματι η προηγηθείσα πραγματοποίηση «ένοπλης επίθεσης». Αν υπάρχει ένα πλαίσιο στο οποίο μπορεί να επιχειρηθεί δικαιολόγηση (και όχι νομιμοποίηση), αυτό είναι το αμφιλεγόμενο και χωρίς εκτεταμένη κρατική υποστήριξη δόγμα της «απροθυμίας ή αδυναμίας», σύμφωνα με το οποίο ένα κράτος μπορεί να δεχθεί πλήγμα αν αδυνατεί ή αρνείται να αποτρέψει επιθέσεις από το έδαφός του. Ωστόσο, στην περίπτωση του Κατάρ δεν πληρούνται οι ουσιώδεις όροι του: το κράτος του Κατάρ δεν ήταν ούτε «αδύναμο» ούτε «απρόθυμο» να ασκήσει έλεγχο, καθώς λειτουργούσε ως ενεργός διαμεσολαβητής, σε πλήρη γνώση του Ισραήλ, και χωρίς να έχει προηγηθεί επίσημο αίτημα για την απομάκρυνση της ηγεσίας της Χαμάς. Συνεπώς, το πλήγμα συνιστά παραβίαση του jus ad bellum, στερούμενο τόσο του στοιχείου της αναγκαιότητας όσο και του κριτηρίου της αναλογικότητας. Αποτελεί πράξη επιθετικότητας και παραβίαση της κυριαρχίας και της εδαφικής ακεραιότητας του Κατάρ. Η κατάφωρη αυτή απόκλιση προκάλεσε σπάνιας έντασης διεθνή κριτική, ακόμη και από συμμάχους του Ισραήλ. Πέρα από τη νομική του αποτίμηση, το πλήγμα αποτέλεσε ευθεία επίθεση στην ίδια τη διπλωματία, υπονομεύοντας τις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις και θέτοντας εν αμφιβόλω τον ρόλο του Κατάρ ως διαμεσολαβητή.
Το πλήγμα αυτό αντηχεί τις συζητήσεις που διεξάγονται εντός και εκτός Ισραήλ για τη θέση του στη διεθνή κοινότητα σήμερα. Η αδιάκοπη διολίσθησή του από τις διεθνείς του υποχρεώσεις θέτει το ερώτημα αν το Ισραήλ τείνει να καταστεί κράτος παρίας. Πράγματι, ο τρόπος με τον οποίο το Ισραήλ διεξάγει τον πόλεμο στη Γάζα, σε συνδυασμό με την εξαγωγή της σύγκρουσης στο έδαφος τρίτων κρατών, συνιστούν χαρακτηριστικά μιας πρακτικής που αδιαφορεί για τη διεθνή νομιμότητα. Αν και το Ισραήλ συστηματικά επικαλείται το διεθνές δίκαιο, προκειμένου να δικαιολογήσει τις ενέργειές του, οι ίδιες οι πράξεις του βρίσκονται prima facie εκτός του πλαισίου που αυτό θέτει. Στη Γάζα, η ισραηλινή εκστρατεία χαρακτηρίζεται από ευρείας κλίμακας, χωρίς διάκριση και εκτός ορίων αναλογικότητας, βομβαρδισμούς, με εξαιρετικά υψηλές απώλειες αμάχων και εκτεταμένη καταστροφή υποδομών, ως προς τα οποία σωρεία τεκμηριωμένων εκθέσεων διεθνών οργανισμών και ανεξάρτητων φορέων έχουν ήδη καταγράψει σοβαρές ενδείξεις παραβιάσεων του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου και διάπραξης εγκλημάτων πολέμου. Παράλληλα, το Ισραήλ έχει συστηματικά εξαγάγει τη σύγκρουση σε τρίτα κράτη, είτε με επιθέσεις σε Λίβανο και Συρία είτε με πρόσφατα χτυπήματα στο Ιράν. Οι ενέργειες αυτές δεν ανταποκρίνονται στα αυστηρά κριτήρια του άρθρου 51 του Καταστατικού Χάρτη και συνιστούν παραβιάσεις της απαγόρευσης χρήσης βίας. Το μοτίβο που διαγράφεται είναι εκείνο μιας διαρκούς αμφισβήτησης των θεμελίων της απαγόρευσης χρήσης βίας, όπου η επίκληση της αυτοάμυνας λειτουργεί περισσότερο ως ρητορικό εργαλείο παρά ως πραγματικός περιορισμός. Αυτή η πρακτική, όμως, δεν περιορίζεται στην ερμηνευτική διαστρέβλωση της νόμιμης άμυνας, εκτείνεται σε θεμελιώδεις παραβιάσεις κανόνων jus cogens, οι οποίοι, παρά την αναγκαστική τους ισχύ, παραμένουν ανενεργοί στο επίπεδο της επιβολής. Η μετάβαση από την επίκληση μιας αμφισβητούμενης αυτοάμυνας στις απροκάλυπτες παραβιάσεις κανόνων αναγκαστικού δικαίου δείχνει ότι δεν πρόκειται για μεμονωμένη αστοχία αλλά για συνεκτική κρατική πρακτική με διαχρονικά χαρακτηριστικά.
Αν και το τρομοκρατικό χτύπημα της 7ης Οκτωβρίου 2023 φαίνεται να απελευθέρωσε μια εξαιρετικά δριμεία βία εκ μέρους του Ισραήλ, αυτή δεν αποτέλεσε την αφετηρία αλλά την αιτία επιτάχυνσης μιας ήδη παγιωμένης πρακτικής. Η επίμονη παραγνώριση των κανόνων του διεθνούς δικαίου είχε εδραιωθεί πολύ πριν από τον Οκτώβριο του 2023. Αρκεί να αναδειχθούν τρεις παραβιάσεις κανόνων αναγκαστικού δικαίου, από τους οποίους δεν επιτρέπεται καμία παρέκκλιση: η απαγόρευση της κτήσης εδάφους διά της βίας, η συνεχιζόμενη παραβίαση του δικαιώματος αυτοδιάθεσης του παλαιστινιακού λαού και η επιβολή καθεστώτος αλλότριας κυριαρχίας, κατοχής, υποταγής και εκμετάλλευσης στη βάση φυλετικών διακρίσεων. Η αναγνώριση των παραβιάσεων αυτών έχει παγιωθεί στη νομολογία του Διεθνούς Δικαστηρίου –βλ. ιδίως τη Γνωμοδότηση για το Τείχος (2004)– και έχει επαναληφθεί με συνέπεια από το Συμβούλιο Ασφαλείας (1967) και τη Γενική Συνέλευση (2015), κύρια όργανα των Ηνωμένων Εθνών. Οι παραβιάσεις αυτές έχουν, παράλληλα, αποτυπωθεί με σαφήνεια σε σειρά εκθέσεων διεθνώς αναγνωρισμένων φορέων, μεταξύ άλλων του πρώην Ειδικού Εισηγητή του ΟΗΕ Michael Lynk (2022), της Amnesty International (2022), της B’Tselem (2021). Το σύνολο αυτών των διαπιστώσεων καθιστά αδύνατη την ερμηνεία των ισραηλινών πρακτικών ως μεμονωμένων παρεκκλίσεων. Αντιθέτως, αποκαλύπτει μια συστηματική διάβρωση των θεμελιωδών αρχών της διεθνούς έννομης τάξης.
Ωστόσο, αυτή η κρατική πρακτική δεν είναι ούτε μεμονωμένη ούτε μοναδική. Εντάσσεται σε ένα περιβάλλον επιτρεπτικότητας της επιθετικότητας που χαρακτηρίζει τη διεθνή πολιτική σήμερα, ένα περιβάλλον το οποίο δεν αναδύθηκε αιφνιδίως, αλλά έχει διαμορφωθεί διαχρονικά. Από το Κόσοβο το 1999 έως το Ιράκ το 2003, την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014 και την παράνομη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία το 2022, οι παρεκκλίσεις από την απαγόρευση χρήσης βίας και οι διασταλτικές ερμηνείες της αυτοάμυνας δεν κατέλυσαν τη διεθνή τάξη, αλλά ενσωματώθηκαν σε αυτή, μετατρεπόμενες σε νέα ερμηνευτικά σχήματα. Το δίκαιο δεν κατέρρευσε, αλλά αναπροσάρμοσε τις ίδιες του τις παραβιάσεις ως τμήμα της λειτουργικής του γραμματικής, προσφέροντας γλωσσικά και θεσμικά εργαλεία για την κανονικοποίηση της επιθετικότητας. Η περίπτωση του Ισραήλ, επομένως, δεν μπορεί να ιδωθεί ως παρέκκλιση από μια κανονικότητα νομιμότητας, αλλά ως έκφραση του ίδιου του μηχανισμού μέσω του οποίου η διεθνής τάξη ενσωματώνει και θεσμοποιεί την απόκλιση. Αποτελεί μέρος ενός ευρύτερου ιστορικού και θεσμικού μοτίβου. Υπό αυτήν την έννοια, η συνήθης αναφορά στη «δυτική συνενοχή» παραμένει θεωρητικά ρηχή, στο μέτρο που αποτυγχάνει να καταδείξει τον τρόπο με τον οποίο η σχέση των ηγεμονικών δυνάμεων με τη μεταψυχροπολεμική διεθνή τάξη συγκροτείται, όχι μόνον μέσω θεσμικών και κρατικών πρακτικών, αλλά και διά των γνωσιολογικών καθεστώτων και των λογικών που διέπουν την αρχιτεκτονική της ακαδημαϊκής ελευθερίας, τα οποία συλλειτουργούν στη διαμόρφωση του νομιμοποιητικού λόγου. Σε αυτό το περιβάλλον, η επιθετική χρήση βίας παρουσιάζεται όχι ως εξαίρεση αλλά ως οικεία όψη της διεθνούς τάξης, επιβεβαιώνοντας ότι η διολίσθηση του Ισραήλ δεν αποτελεί ασυνέχεια, αλλά τμήμα ενός δομικού φαινομένου.
Η επιστροφή της απροκάλυπτης επιθετικότητας ήταν σχεδόν αναπόφευκτη, πολύ πριν καταστεί τόσο εμφανής όσο σήμερα. Το φιλελεύθερο διεθνές σύστημα υπήρξε πάντοτε αυτοκρατορικό στη βαθύτερη φύση του, ακόμη κι αν αυτό δεν ήταν τόσο διακριτό κατά τις προηγούμενες δεκαετίες, όταν η, τότε ακμαία, φιλελεύθερη διεθνής τάξη παρείχε το θεσμικό και ιδεολογικό περίβλημα της φαινομενικής κανονικότητας. Σήμερα, το σύστημα αυτό έχει φτάσει στα όριά του, και τρεις μείζονες εξελίξεις αποδεικνύουν τη μετάβαση αυτή. Πρώτον, η υποχώρηση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και η ανάδυση νέων μορφών προστατευτισμού και μερκαντιλισμού μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων ανατρέπουν τις προϋποθέσεις που συγκρότησαν το μεταπολεμικό θεσμικό οικοδόμημα. Δεύτερον, η αποδυνάμωση της πολυμέρειας και η αυξανόμενη προσφυγή σε διμερείς ad hoc συμφωνίες υπονομεύουν την ίδια τη λογική της συλλογικής δέσμευσης. Τρίτον, μια νέα κανονιστική φαντασίωση περί απόλυτης κρατικής κυριαρχίας στις διεθνείς σχέσεις, που αγνοεί τις διεθνείς νομικές δεσμεύσεις και επιδιώκει την ατιμωρησία των κρατών, διαβρώνει τα εναπομείναντα θεσμικά όρια. Οι τρεις αυτές τάσεις έχουν επαναφέρει την επιθετικότητα με εμφατικό τρόπο στο κέντρο της διεθνούς πολιτικής. Η ύβρις του «τέλους της ιστορίας» και η προσχηματική ρητορική της λεγόμενης «τάξης βασισμένης σε κανόνες» αποκαλύπτονται πλέον στο γραμσιανό μεσοδιάστημα ως προσωπεία που απέκρυπταν την πραγματική τους φύση. Η διάβρωση των πιο θεμελιωδών απαγορεύσεων έχει οδηγήσει στην κανονικοποίηση της ίδιας της επιθετικότητας: αυτό που η Νυρεμβέργη όρισε ως το υπέρτατο διεθνές έγκλημα και ο Καταστατικός Χάρτης του ΟΗΕ καθιέρωσε ως αναγκαστικό κανόνα μεταμφιέζεται όλο και περισσότερο σε αυτοάμυνα, προληπτική δράση ή συλλογική ασφάλεια.
Στη συγκυρία αυτή, το σύστημα διεθνούς δικαίου που οικοδομήθηκε στον Χάρτη βρίσκεται αντιμέτωπο με τη σοβαρότερη κρίση από το 1945. Ο αριθμός των ένοπλων συγκρούσεων έχει φθάσει σε πρωτοφανή επίπεδα, το Συμβούλιο Ασφαλείας παραμένει σε συνθήκη παράλυσης απέναντι στα μείζονα μέτωπα της εποχής, ενώ τα ίδια τα όργανα του ΟΗΕ δοκιμάζονται από μια βαθιά χρηματοδοτική ασφυξία. Η απόσυρση των Ηνωμένων Πολιτειών, είτε μέσω πολιτικής αποστασιοποίησης είτε μέσω οικονομικής απεμπλοκής, από κρίσιμους διεθνείς οργανισμούς και μηχανισμούς επιτείνει την κρίση, την ώρα που η άνοδος του αυταρχισμού υπονομεύει τα ήδη διαβρωμένα θεμέλια του πολυμερούς συστήματος. Το φάσμα αυτό αναδεικνύεται με ιδιαίτερη οξύτητα στη Γάζα, όπου η αδυναμία των θεσμών να επιβάλουν ακόμα και τις πλέον στοιχειώδεις απαγορεύσεις του διεθνούς δικαίου φανερώνει την έκταση της αποσύνθεσης. Η Γάζα, έτσι, δεν αποτελεί εξαίρεση, αλλά τον πιο ωμό καθρέφτη ενός διεθνούς συστήματος που έχει φθάσει στα όριά του. Η αγνόηση της Γνωμοδότησης του Διεθνούς Δικαστηρίου του Ιουλίου 2024 αποτελεί ενδεικτική απόδειξη αυτής της αδυναμίας, καθώς ακόμη και η πλέον πρόσφατη και αυθεντική διαπίστωση της παρανομίας της ισραηλινής κατοχής των παλαιστινιακών εδαφών, της παραβίασης της απαγόρευσης απόκτησης εδαφών διά της βίας και της παραβίασης της αυτοδιάθεσης των Παλαιστινίων, παραμένει χωρίς πρακτική εφαρμογή.
Τα ερωτήματα που εγείρονται για το ίδιο το διεθνές σύστημα είναι αμείλικτα. Το γεγονός ότι ακόμη και παραβιάσεις κανόνων jus cogens θεμελιώδους σημασίας, όπως η απαγόρευση της χρήσης βίας, δεν επιφέρουν αποτελεσματικές θεσμικές κυρώσεις, αλλά τείνουν να απορροφώνται και να κανονικοποιούνται, αποκαλύπτει τις δομικές αντιφάσεις του συστήματος. Η απροθυμία ή αδυναμία των δυνάμεων να επωμισθούν το τίμημα της διατήρησης της τάξης σημαίνει ότι η ίδια η έννομη τάξη λειτουργεί όλο και περισσότερο ως πλαίσιο που νομιμοποιεί, παρά περιορίζει, την επιθετικότητα. Στο πλαίσιο αυτό, η συζήτηση για το μέλλον της διεθνούς τάξης είναι εντονότερη από ποτέ, καθώς η στρατιωτική και οικονομική βία τροφοδοτούν φωνές περί «κατάρρευσης» και «θανάτου» της μεταπολεμικής διεθνούς τάξης. Παρά την ευρεία αναγνώριση της επισφάλειας της θεσμικής αρχιτεκτονικής και της ανάγκης κάποιου βαθμού μεταρρύθμισης, οι απόψεις για το πώς αυτή η αρχιτεκτονική θα πρέπει να εξελιχθεί παραμένουν πολλαπλές και βαθιά αποκλίνουσες. Πριν βιαστούμε είτε να θρηνήσουμε είτε να πανηγυρίσουμε για τη φαινομενική υποχώρηση της φιλελεύθερης διεθνούς τάξης, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι οι υφιστάμενες εναλλακτικές δεν προτείνουν χειραφετητικά αιτήματα ούτε ευαγγελίζονται έναν πιο δίκαιο, πιο ισότιμο και πιο ελεύθερο κόσμο. Σίγουρο είναι ότι βρισκόμαστε ήδη σε μια κανονιστική διολίσθηση που απειλεί τις ίδιες τις αξίες τις οποίες η απαγόρευση της χρήσης βίας και το δικαίωμα νόμιμης άμυνας προορίζονταν να προστατεύσουν.